Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011

ΦΡΑΓΚΟΚΡΑΤΙΑ

Τον  12ο αι.  η  Φραγκοκρατία (1204  - 1429 )  και  οι  συνεχείς  πόλεμοι  μεταξύ  Φράγκων  και  Βυζαντινών  εξακολουθούν  να  προκαλούν  συνεχείς  μεταβολές  και  οικιστικές μετακινήσεις.
Οι  Φράγκοι  με  τη  μάχη  στα  Κούνδουρα  της  Μεσσηνίας  το  1205  κατακτούν  ουσιαστικά  την  Πελοπόννησο  και την  διαιρούν σε  12  βαρωνείες, ( εκτός  από  Μεθώνη  και  Κορώνη  που  κατείχαν  οι Ενετοί  και  Μονεμβασία  και  Κόρινθο  που  κατείχαν  οι  Έλληνες ).
Οι  βαρώνοι  επιλέγουν  στρατηγικές  θέσεις  από  τις  οποίες  μπορούν  να  ελέγχουν  την  ύπαιθρο  χώρα  και  κτίζουν  τα  αντίστοιχα  κάστρα ( Ουίλιαμ Μίλλερ - Οι  Φράγκοι  εν  Πελοποννήσω ).
Το  πλησιέστερο  και  σημαντικότερο  στην  περιοχή  μας  ήταν  το  κάστρο  Γαρδικίου  ή  κάστρο  της  Ωρηάς, στην  κορυφή  Αγ.Γεώργιος ( 1295μ. υψ.) πίσω  από  το  Τουρκολέκα.
Αρκετά  πριν  όμως  από  αυτό  και  συγκεκριμένα  το  1209  ο  Jacomo  de  Veligort  κτίζει  το  κάστρο  της  Βελιγοστής  και  όλη  πλέον  η  περιοχή  ανήκει  στην  βαρωνεία  του.
Κάθε  βαρωνεία διαιρείται  σε  φέουδα και  ελέγχει  την  κτήση  της  στρατιωτικά  με  φρουρά  ιπποτών.
Οι  πρώτοι  Φράγκοι  ηγέτες  οι  Βιλλαρδουίνοι  μέχρι  το  1261, διατηρούν  σχετική  πολιτιστική και  θρησκευτική  αυτονομία  στους  έλληνες, αναπτύσσουν  το  προϋπάρχον  φεουδαρχικό  σύστημα  και  αρκούνται  στην  φορολογία  της  δεκάτης.
Η  Πελοπόννησος  που  λέγεται  πλέον  Μορέας ( Ηλεία ) ή  και  Μεσσαρέα
( Αρκαδία ), αναπτύσσεται  οικονομικά  και  γίνεται  μια  από  τις  πιο  πλούσιες  περιοχές  της  Ευρώπης.
Η  τοπική  αγορά  της  Βελιγοστής  λειτουργούσε  γύρω  από  το  κάστρο, όπου  ήταν  και  η  πόλη, όπως  μας  αναφέρει  το  Χρονικό  του  Μωρέως :''εκείθε  στη  Βελίγοστη  επιάσασιν  κατούνες, εκάψασι  την  αγορά, το  κάστρο  μόνο  αφήκαν..''
Εκτός  των  μεγάλων  κάστρων στις  Βαρωνείες, κτίζονται  και  μικρότερα  καστρίλια από  τους  φεουδάρχες που φιλοξενούσαν  τοπικές  φρουρές, πάντοτε  σε  περίοπτη  θέση  και  συνήθως  σε  προγενέστερα  ελληνικά  που  βελτιώνονται  ή  ανακατασκευάζονται.
Τέτοιο  καστρίλιο  είναι  και  το  ''κάστρο''  της  Άνω  Καμάρας , προφανώς  ως  καστρίλιο  του  φεουδάρχη  της  περιοχής, το  οποίο  δεσπόζει  στην  κοιλάδα  του  Καρνίωνα, αλλά  και  στο  οροπέδιο  του  Ταϋγέτου  που  από  τότε  σφύζει  από  ζωή  και  καλλιεργείται ( περιοχές  Γραμματικών -  Λίμνας).
Ο  περισσότερος  ελληνικός  πληθυσμός είχε  και  πάλι  αποτραβηχτεί  στα  ορεινά  που  τα  κατοικούσε  και  τα  καλλιεργούσε (τα  πεδινά  και  εύφορα  ήταν  πάντοτε  τιμάρια ) , πάντοτε  όμως  με  το  φόβο  των  συγκρούσεων  που τους  ανάγκαζε  να  μην  διατηρούν  συγκεκριμένους  και  οργανωμένους  οικισμούς, αλλά  να  ζουν  νομαδική  ζωή  και  πάλι,   με  αποτέλεσμα  να  μην  έχουμε  συγκεκριμένα  ονόματα  μεγάλων  οικισμών   μέχρι  και την  Τουρκοκρατία  ή  οικισμούς  που  άλλαζαν  ονόματα  και  θέση  ανάλογα  με  το  στοιχείο  που  επικρατούσε : ελληνικό, σλαύικο, φράγκικο ή ιλλυρικό .
( πχ. Άκοβος από  το  σλαυικό  άκοβα  που  σημαίνει  ο τόπος  με  τα  πολλά  νερά - πηγές )
Από  το  1261  που  η  Αυτοκρατορία  της  Νίκαιας, ανακτά  την  Κων/λη  και  διαλύει την  Λατινική  Αυτοκρατορία  της  Πόλης, νικώνται  και  οι  Φράγκοι  της  Πελοποννήσου  και  παραχωρούν  στους  Βυζαντινούς  την  μισή  σχεδόν  Πελοπόννησο,  με  τα  κάστρα  της  Μονεμβασιάς, του  Μυστρά  και  της  Μαϊνης.
Ορίζεται  βυζαντινός  στρατηγός  με  έδρα  τον  Μυστρά  και  αρχίζουν  οι  συγκρούσεις  με  τους  Φράγκους, με  έναν  όμως  βυζαντινό  στρατό  που  αποτελείται  κυρίως  από  μισθοφόρους.   
Η  μεγαλύτερη  μάχη  της  περιοχής  με  τους  Φράγκους  έγινε το  1265, η  μάχη  του  Μακρυπλαγίου  ( σημερινά Παραδείσια,Χειράδες, Δερβένι, που  εξαπλώθηκε  μέχρι  την  Αλλαγή  και το Τουρκολέκα  και  ήταν  μια  από  τις  φονικότερες  που  έγιναν  ποτέ  στην  περιοχή ) και κατέληξε  σε  συντριβή  των  Ελλήνων  μετά  από  προδοσία  των  Σελτζούκων  μισθοφόρων, οι  οποίοι  παρότι  τους  είχαν  φέρει  οι  Βυζαντινοί ,μετά  τη  μάχη  της  Πρινίτσης  αυτομόλησαν  στους  Φράγκους  που  τους  υποσχέθηκαν  μεγαλύτερη  αμοιβή.
[ Χρονικό  του  Μορέως ]
Οι  Έλληνες  και  οι  Σλαύοι  των  Σκορτών είχαν  παραταχθεί  στις πλαγιές  των  Χειράδων  και  οι  Φράγκοι  με  τους  Σελτζούκους  Τούρκους  που  ανέβαιναν  από  την  Τσακώνα  και  του  Λάκκου  τα  χωριά ( Χράνοι ), επιτέθηκαν  δύο  φορές  και  αποκρούστηκαν  υποχωρώντας  καταδιωκόμενοι  προς  τον  μεσσηνιακό  κάμπο.
Στην  τρίτη τους επίθεση , οι  Έλληνες αν  και  περισσότεροι  άρχισαν  να  υποχωρούν  και  να  καταδιώκονται. Τι  είχε  γίνει; Οι  Σελτζούκοι  μισθοφόροι  των  Φράγκων αφού  απόσπασαν  υπόσχεση  υψηλής  αμοιβής , είχαν  με  επιχείρηση  από  τα  μετόπισθεν  συλλάβει  στην  κορυφή  ανάμεσα  στην  Ελληνίτσα  και  τον  Αγ. Γεώργιο, τους  τρεις  αρχηγούς  των  Ελλήνων  και  άρχισαν  να  το  διαδίδουν  προπαγανδιστικά  στις  πλάτες  του  ελληνικού  στρατεύματος  την  ώρα  της  τρίτης  επίθεσης  των  Φράγκων.
Οι  Έλληνες  θεώρησαν  ότι  έχουν  περικυκλωθεί  και  θα  βάλλονταν  και  από  την  κορυφή  της  Ελληνίτσας  και  έτσι  άρχισαν  να  υποχωρούν  άτακτα  φονευόμενοι ή  αιχμαλωτιζόμενοι  από  τους  Φράγκους  ιππότες.
Πράγματι  οι  Τούρκοι  του  Μελίκ, παρέδωσαν  στον  πρίγκηπα  Γουλιέλμο, λαφυραγωγημένους  τους  τρεις  αιχμαλώτους  τον  Μέγα  Δομέστικο - Φιλή , τον  Κομνηνό και  τον  Αλέξιο  Καβαλλαρίτση, στην  μεγάλη  σπηλιά  που  βρίσκεται  στην  κοιλάδα  που  σχηματίζουν  τα  δύο  υψώματα  της  Ελληνίτσας  και  του  Αγ.  Γεωργίου.
( με  αφορμή  αυτή  τη  μάχη, στο  ύψωμα  του  Αγ.  Γεωργίου , αργότερα  περίπου  στο  1290  κτίστηκε  το  περίφημο  και  απόρθητο  κάστρο  της  Ωρηάς  ή  Γαρδικίου ).          
Τότε  αναγκάστηκαν  σε  συνθηκολόγηση  με  τους  Φράγκους  του  Γουλιέλμου  Βιλλαρδουίνου, οι  ''Σλαύοι  των  Σκορτών'' ( Γορτυνίας), οι  οποίοι  αμέσως  μετά τη  μάχη  στο  Μακρυπλάγι δέχτηκαν  τις  επιδρομές και  τις  λεηλασίες των  Τούρκων  του  Μελίκ.
Ακολούθησαν την  φόρου  υποτέλεια και  οι  Σλαύοι του  Ταϋγέτου, ( για  μικρό  χρονικό  διάστημα) οι  οποίοι  ήταν  από  τον  9ο αι.  -κυρίως-  που  ήρθαν  μέχρι  και  τον 13ο αι. ανυπότακτοι.
Μέχρι  σήμερα  υπάρχουν  στην  πλαγιά  της  Ελληνίτσας  τα  ερείπια  της  Παναγιάς  της  Φανερωμένης  που  μετά  την  μάχη  μετονομάστηκε  σε  ''Φονεμένη''  με  επιγραφή  σε  πλάκα  που  τοποθετήθηκε  στη  βάση  της.
Η  περιοχή  βρίθει  από  στενά  πηγάδια  που  συγκέντρωναν  όμβρια  ύδατα ( βροχής ) και  χρησιμοποιούνταν  για  την  ύδρευση  των  αποτραβηγμένων  στα  ορεινά  Ελλήνων ( εξ ου  και  Ελληνίτσα , κατάληξη - τσα,  σλαύικη  παραφθορά  του  τόπου  των  Ελλήνων).
Οι  Σλαύοι  των  Σκορτών  και  οι  Σλαύοι  του Ταϋγέτου  που  αποτελούσαν  φόβο  και  τρόμο  για  τους  Φράγκους ( ''..είν’ άντρες  αλαζονικοί  κι  αφέντη  δε  γνωρίζουν..'' Ι. Δραγούμης - Χρονικό του  Μωρέως ), ήρθαν  προσκεκλημένοι  του  Βυζαντίου  ως  φίλιος  λαός για  την  υπεράσπιση των  παραλίων  της  αυτοκρατορίας  από  τους  κουρσάρους (Σαρακηνούς, Ενετούς , Φράγκους).
Ήταν  στην  περιοχή  μας, οι  πολεμικές  φυλές  των  Μηλιγγών  και  των  Εζεριτών  που  εγκαταστάθηκαν  όπως  είδαμε  στην  Λακωνία  και  στον  Ταΰγετο  αντίστοιχα.
Πρόσφατες  εθνολογικές  και  ανθρωπολογικές  μελέτες , ως  απάντηση  στις  ανθελληνικές  θεωρίες  Φαλμεράυερ  περί  αλλοτρίωσης  του  ελληνικού  πληθυσμού , με  κυριώτερη  του Δ. Δημόπουλου ( Η καταγωγή  των  Ελλήνων ), αποδεικνύουν  το  συνταρακτικό  γεγονός  του  ότι  δεν  επρόκειτο  για  Σλαύους, αλλά  για  σλαυόφωνους  - πλέον  Πελασγούς  Έλληνες  που  είχαν  κινηθεί  βόρεια  από  την  3η  π.Χ. χιλιετία  και  επέστρεφαν , όπως  οι  πρόγονοί  τους  Ηρακλείδες - ενστικτωδώς θα  έλεγε κανείς - στην  γενέτειρα  γη  της  φυλής...
Πρόκειται  δηλαδή  για  Υπερβόρειους  ( Θράκες  εκτεινόμενοι  πέρα  του  Δούναβη  που  σε  επαφή  με  τους  Ρως και  τους Σκύθες  απέκτησαν  ιδιόμορφη  γλώσσα ) όπως  είδαμε  στην  αρχή  του  παρόντος, οι  οποίοι  πιεζόμενοι  από  Βαλτικά  και  Διναρικά  φύλα, κινούνται πάλι  νότια  στην  σημερινή  Σερβία  εντός  των  συνόρων  της  Βυζαντινής  Αυτοκρατορίας,  παίρνουν  το  όνομα  Εζερίτες ( κάτοικοι  των  λιμνών )  και  ως  φίλια  πολεμική  φυλή  προσκαλούνται  από  το  Βυζάντιο  για  πληθυσμιακή  και  στρατιωτική  ενίσχυση, κατά  των  Φράγκων  και  των  Σαρακηνών  κουρσάρων.
Δεν  σταματούν  την  κάθοδο, δεν  εγκαθίστανται  πουθενά  αλλού  παρά  μόνον  στην  Πελοπόννησο, όπου  παραμένουν  μέχρι  τον  13ο  αι.  οπότε  σταδιακά  εκχριστιανίζονται και  μπαίνουν  στις  τάξεις  του  αυτοκρατορικού  βυζαντινού  στρατού.
Προσπάθεια  εκχριστιανισμού είχε γίνει από τον  Άγιο  Νίκωνα τον ‘’ Μετανοείτε ‘’-9ος αι -, ναΐσκος  καθοσιώσεως  του  οποίου  έγινε  στο  ύψωμα  του  Χοντάλου, πάνω  από  την  σημερινή  Ποταμιά.
Άλλο σλαυόφωνο  φύλο  είχε  εγκατασταθεί  στην  Γορτυνία (σλαύοι των Σκορτών , η  Γόρτυς  είχε  γίνει  Σκόρτυς  και  ο  δρόμος - δρόγγος, ένα  παράδειγμα  παραφθοράς  της  ελληνικής  γλώσσας  από  την  ανάμιξη  με  αλλόγλωσσους ).
Στο  Φράγκικο  και το  Αραγωνικό  Χρονικό  του  Μορέως  αναφέρονται  ως  Σκορτοί ή  Σκλάβοι ή  Σθλαβηνοί και  ο  χρονικογράφος  του  έργου  απορεί  πως  παραδόξως  παίρνουν  το  μέρος  των  Ελλήνων  πάντοτε, παρά  τις  υψηλότερες  αμοιβές  των  Φράγκων. Πολλοί  ιστοριογράφοι  που  αναφέρονται  στην  εποχή  εκφράζουν  την  ίδια  απορία, παραβλέποντας  το  γεγονός  ότι  οι  σλαυόφωνοι  Σκορτοί  είχαν  ήδη  δεθεί  με  τους  ντόπιους  Έλληνες και  είχαν  διαμορφώσει  υποτυπώδη  ελληνική  εθνική  συνείδηση.
Είδαμε  νωρίτερα  την  ενεργό  συμμετοχή  τους  στις  εικονομαχίες  με  το  μέρος  πάντοτε  των  τοπικών  αρχόντων  και  του  λαού. 
Ο  πρώτος  που  αναφέρεται  με  ελληνικό ( βυζαντινό ) όνομα, είναι  ο  Σπανής  που  το  1293  έχει  καταλάβει  την  Καλαμάτα  και  με  παρέμβαση  του  Έλληνα  άρχοντα  Σγουρομάλλη (απόγονος  του  Σγουρομάλλη-πεθερού  του  Διγενή  Ακρίτα ; ) την  επιστρέφει  στους  Φράγκους.
Το  1320  που  το  Βυζάντιο  παίρνει  μεγαλύτερο  τμήμα  της  Πελοποννήσου  από  τους  Φράγκους, αυτοκράτορας  είναι  ο  Ανδρόνικος  των  Παλαιολόγων  και  η  δυναστεία  των  Παλαιολόγων  που  ξεκίνησε  από  την  Αυτοκρατορία  της  Νίκαιας ( Ιωνίας Μικράς  Ασίας ) το  1261 ,  έχει  ήδη  δώσει  ένα  ελληνικότερο  πλέον  στίγμα  στην  Αυτοκρατορία. 
Να  σημειωθεί  ότι  μέχρι  τότε  οι  ''Σλαύοι  του  Ταϋγέτου'' παρέμεναν  λάτρεις  του    Υπερβόρειου  Απόλλωνα ως  τελευταίοι  Έλληνες  ''εθνικοί'',  με  επίκτητα  άλλα παγανιστικά  στοιχεία, γεγονός  που  από  μόνο  του  αρκεί  για  την  επαλήθευση  της  καταγωγής  τους.
Παρέλαβαν  και  διατήρησαν  άσβεστο  το  έθιμο  του  να  ανάβουν  μεγάλες  φωτιές  την  νύχτα  της  19ης  αναμένοντας  το  ξημέρωμα  της  20ης  Ιουλίου  στην  κορυφή  του  Ταϋγέτου ( πυραμίδα ), που  διατηρείται  μέχρι  και  σήμερα (τότε  ως   γιορτή  του  θερινού  ηλιοστασίου  που  άρχιζε  με  την  εμφάνιση  του  Σείριου  στον  έναστρο  ουρανό  και  σήμερα  ως  γιορτή  του  προφήτη  Ηλία ).
Οι  πολεμικές  τους  επιδόσεις  έκαναν  τον  βυζαντινό  στρατό  να  τους  απορροφήσει  τον  13ο αι. στις  τάξεις  του, αλλά  και  να  συστήσει  την  επισκοπή  Εζερών  στην  Μάνη, έτσι  ώστε  να  εντείνει  την  θρησκευτική  επιτήρησή  τους.
Τα  Εζερά  ή  Εζερού  υπάρχουν  μέχρι  σήμερα  στην  Μάνη, ενώ  το  στοιχείο  των  Εζεριτών  συναντιόταν  περισσότερο  αργότερα,  στην  περιοχή  της  Μεσσηνιακής  Πλάτσας ( παραλιακή  κωμόπολη  στη μεσσηνιακή  Μάνη ).
Αντίστοιχα  Νεζερά  ονομάστηκε  η  Ωλένη  της  Ηλείας  από  την  μετοίκηση  τμήματος  Εζεριτών  μετά  τις  αποτυχημένες  στάσεις  των  Ελλαδιτών  τον  8ο και  9ο αι. κατά  των  Βυζαντινών  Αυτοκρατόρων ( Εικονομαχίες ).
Στη  διάρκεια  αυτών  των  επαναστάσεων  των  Ελλαδιτών  κατά  του  αυτοκράτορα, το  Βυζάντιο  έστελνε  διαδοχικά  στρατηγούς  του  για  να  καταπνίγουν  την  επανάσταση.
Σε  μια  απ’ αυτές  ο  ποντιακής  καταγωγής  στρατηγός  Σκληρός , κατάφερε  να  απωθήσει τους  εποικιστές  Μηλιγγούς  από  την  κοιλάδα  της  Σπάρτης  και  τους  Εζερίτες  από  την  ανατολική  πλαγιά  του  Ταϋγέτου.
Οι  Μηλιγγοί  απωθήθηκαν  στον  ανατολικό  Ταΰγετο  απωθώντας  ταυτόχρονα  τους  Εζερίτες  στον  Δυτικό  Ταΰγετο.  
Παρά  τα  όσα συμβατικά γράφονται, ήταν  οι  πρώτες  εθνικές  εξεγέρσεις  των  Ελλαδιτών  κατά  της  ανθελληνικής  κεντρικής  εξουσίας  και  σ΄ αυτές  οι  δήθεν  ''Σλαύοι'' ήταν  πρωτεργάτες. 
 
Πλήθος  βιβλιογραφίας  αναφέρει  την επιβίωση  του  παγανισμού  και  μιας  ιδιόμορφης  γλωσσικής  διαλέκτου στην  Μάνη , μέχρι τα  πρώτα  χρόνια  της  απελευθέρωσης  ( ελληνικά  με  σλαύικη  παραφθορά ).
Έτσι  ουσιαστικά  δεν  ήρθαν  σε  διένεξη  με  το  ελληνικό  στοιχείο, απεναντίας  αποτελούσαν  κάθε  φορά  τον  πρόμαχο  του  ελληνικού  στρατού  εναντίον  κάθε  εισβολέα  και η  αφομοίωσή  τους  με  το  γηγενές  ελληνικό  στοιχείο  έγινε  ομαλά.
Το  όνομα  της  μιας  φυλής  σώζεται  στο επίθετο  του  γράφοντος  από  τους  Εζερίτες της  ανατολικής  Μάνης αλλά  και  στο  επίθετο  Νεζερίτης  της  Ηλείας, σηματοδοτώντας έτσι  μια  πορεία  στα  βάθη  του  χρόνου των  ηλιοκεντρικών  Πελασγών.
Οι  Μηλιγγοί οι  Εζερίτες και  οι  Λάκωνες, δίνουν  το  στίγμα  του  ανυπότακτου  ορεσείβιου  μετέπειτα  κλέφτη, Τσάκωνα  ή  Μανιάτη  στην  περίοδο  της  Τουρκοκρατίας, που  απετέλεσαν  τους  πυρήνες  του  Απελευθερωτικού  Αγώνα.
Ο  επιθετικός  προσδιορισμός  της γης  του  Ταϋγέτου  από  αυτές  τις  φυλές  σε  ''μάνα  γη'', προφερόμενος  Μάϊνα  και  αργότερα  Μαϊνη  κατέληξε  σε  Μάνη, που  είναι  και  το  σημερινό  όνομά  της...
Οι  ίδιοι  εντυπωσιασμένοι  από  τα  γαλάζια  μάτια  των  γαλλίδων  γυναικών  της  φράγκικης  πόλης  των  Φερρών, την  ονόμαζαν  πόλη  με  τα  ''καλά  μάτα'', δίνοντάς  της  το  σημερινό  όνομα  Καλαμάτα...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου