Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011

ΔΙΓΕΝΗΣ ΑΚΡΙΤΑΣ ΚΑΙ ΜΑΝΗ


Στην ίδια εποχή αναφέρεται και η μυθώδης ιστορία του Διγενή Ακρίτα, που πέρα από την κοινά αποδεκτή μυθιστορία του Βασίλειου Διγενή Ακρίτα στην Ανατολή, αναγέννησε την ίδια παράδοση σε όλες τις βυζαντινές και δη τις ελλαδικές επαρχίες της εποχής, άλλοτε ως μύθος και άλλοτε ως θυμική υπερβολή πραγματικών γεγονότων. Άλλωστε οι Ακρίτες είναι κοινός στρατιωτικός τύπος και οι διγενήδες ένα φυλετικό φαινόμενο της αυτοκρατορικής εποχής. Μια τέτοια είναι και η εκδοχή του Διγενή Ακρίτα της Μάνης.

Ο Διγενής (ο έχων δύο γένη,δυο καταγωγές) Ακρίτας πολέμαρχος του Άρχοντα Σγουρομάλλη της Μάνης, ερωτεύεται την κόρη του τη Λιογέννητη και κάποια στιγμή γίνεται άρχοντας της περιοχής. Καταργεί την αυτοκρατορική φορολογία , διανέμει τιμάρια στους ακτήμονες και εφαρμόζει ένα δικό του φιλολαϊκό καθεστώς αυτόνομο, που έκανε τον λαό του να τον υπεραγαπήσει και να τον μυθοποιήσει. Ο αυτοκράτορας κινείται εναντίον του μα δεν τολμά να τον πολεμήσει ανοικτά, γι αυτό του μηνύει ότι πραγματοποιεί εθιμοτυπική επίσκεψη.

Ο Διγενής δεν του αρνείται την ελληνική φιλοξενία μα τον προειδοποιεί να μην αποτολμήσει τη βία εναντίον του. Αφού αναχώρησε ο ''βασιλιάς'' με το στρατό του, -όπως λέει τον αυτοκράτορα η λαϊκή μούσα- και ο Διγενής με πολύ μικρή φρουρά τον ξεπροβόδιζε μέχρι το ύψωμα ''στο αλώνι του αντρειωμένου'' που υπάρχει μέχρι σήμερα στη Μεσσηνία , τοξευτές του αυτοκράτορα τόξευσαν από απόσταση τον Ήρωα και τον πλήγωσαν βαριά... 



Περίλυποι οι αδούλωτοι Ελλαδίτες της Μάνης, για τον απρόσμενο και άνανδρο χαμό του ανίκητου Έλληνα Ήρωα, που μορφοποιούσε στο υποσυνείδητό τους το κλέος του Αρχαίου Ήρωα, εξακολουθούν μέχρι σήμερα με δυσπρόσιτα συναισθήματα από την Μάνη μέχρι την Κρήτη, να απαγγέλλουν (κατά την κοινή εκδοχή του έπους):



[Ο Διγενής ψυχορραγεί κι η γης το 'νε τρομάσσει
Βροντά κι αστράφτει ο ουρανός και σιέται ο πάνω κόσμος
Κι ο κάτω κόσμος άνοιξε και τρίζουν τα θεμέλια 
Κι η πλάκα τον ανατριχιά, πως θα τονε σκεπάσει
Πως θα σκεπάσει τον αητό, της γης τον αντρειωμένο…]

Δεν υπάρχει τραγούδι που να 'ναι πιο βαθιά ριζωμένο στη μνήμη του απλού λαού της περιοχής μας, απ’ αυτό το ακριτικό επικό τραγούδι και παραλλαγές του, που στα χείλη της μαυροφορεμένης μανιάτισας καπετάνισας γίνεται μοιρολόγι και ξεχύνεται από τον περήφανο βράχο του Ταϋγέτου στην ανοικτή θάλασσα, μέχρι να φτάσει τ’ άκουσμά του κάτω στην Κρήτη και από τα χείλη παλικαριών να γίνει ξεπροβόδισμα στον ήρωα που χάνεται… 


[Ε, νάχεν η γης πατήματα κι ο ουρανός κερκέλια
Να πάταα στα πατήματα να 'πιανα τα κερκέλια 

Ε, ν' ανέβω και να θρονιαστώ, να θρονιαστώ να κάτσω

να δώσω σείσμα τ’ουρανού…]


να επιστρέψει πολιτισμικά και να συνεχιστεί πάλι από το ''χορό των επαναστατημένων'', εδώ στη μανιάτικη γη που αναγέννησε την ελευθερία και τον ελληνισμό από τη στάχτη

[Πιάνει καλεί τους φίλους του κι όλους τους αντρειωμένους

Να 'ρθει ο Μηνάς κι ο Μαυραηλής, να 'ρθει κι ο γιος του Δράκου

Να 'ρθει κι ο Τρεμαντάχειλος, τον τρέμει η γη κι ο κόσμος…]



Πράγματι οι ''εικονομαχίες'' - στη διάρκεια των οποίων προφανώς διαδραματίζονται τα παραπάνω - (όπως και η πραγματική βάσει πηγών μα άγνωστη ιστορία θυσίας της Αγ.Θεοδώρας με το πασίγνωστο εξωκλήσι, για την οποία θα γράψουμε σχετικά) συνεχίστηκαν για έναν τουλάχιστον αιώνα, χωρίς ουσιαστικά να μεταβάλλουν τη σχετική αυτονομία των Ελλαδιτών. Αλλά και οι υπόλοιπες ακριτικές επαρχίες της αυτοκρατορίας , διατηρούσαν χαλαρούς δεσμούς με την κεντρική εξουσία και η συνεχής εμπόλεμη κατάσταση με τους εισβολείς των συνόρων, δημιούργησε ένα παρόμοιο του Διγενή πρότυπο ηρωισμού,που αποκρυσταλλώθηκε στην αθάνατη ελληνική μούσα, λες κι αναγνώριζε μέσα σ’ αυτό το συνονθύλευμα βαρβάρων τα ματωμένα παιδιά της. Τα παιδιά της που δεν έγιναν Ρωμαίοι, δεν έγιναν Βυζαντινοί, δεν έγιναν Οθωμανοί,μα αιώνες ολόκληρους , κοντά δυο χιλιετίες (146 π.Χ. – 1821 μ. Χ.) κρατούσαν γραμμένο σαν φυλαχτό στο υποσυνείδητό τους το ότι : ''Έλληνες εσμέν το γένος…''



Τα επίθετα Διγενής, Σγουρομάλλης, Λιογέννητη, συναντώνται κατά κόρον αλλού ως ιστορικά κι αλλού ως μυθώδη πρόσωπα στην περιοχή (Αγ. Τσέλαλης – Στου Αλφειού τις όχθες / Η Λιογέννητη της παράδοσης ), το ακρωτήριο Ακρίτας στην Πελοπόννησο, το ''αλώνι του αντρειωμένου'' στη Μεσσηνία, αλλά και το ιστορικό γεγονός της καθόδου του στρατηγού Σκληρού στην Πελοπόννησο για να καταπνίξει ελλαδική εξέγερση, δίνει το χώρο μύθου και δράσης του Διγενή Ακρίτα από τη Μάνη έως τον Αλφειό ποταμό. Η σχετική παραλλαγή, το μέτρο της οποίας θυμίζει έντονα, άλλο γνωστό και σπουδαίο ελλαδικό έπος της εποχής :  

[ Ολημερίς πολέμαγαν σε μαρμαρένιο αλώνι
Με τ’ ασημένια τα σπαθιά π’ άνθρωπος δε νικώνει
Τρογύρω χάθηκε η γης βουβή και φοβισμένη
Ο ήλιος μόνο κι ο ουρανός στέκανε σαστισμένοι
Βαρεί ζερβά ο Διγενής το μάρμαρο ματώνει
Βαρεί δεξιά ο σκοτεινός κι όλη η γη αυλακώνει
Σαν έφτανε το σούρουπο κι ο πόλεμος κρατούσε
Φωνάζει σκούζει το θεριό εκεί που πολεμούσε
Ποιος είν’ αυτός που δε μπορεί ο Χάρος να τελέψει
Άνθρωπος είναι για θεοί τον έχουν σημαδέψει;

Απιλογιέται ο Διγενής ολόρθος ματωμένος
Κι ο χάρος να ‘σαι σκοτεινέ θα φύγεις νικημένος
Δώδεκα χρόνους πολεμώ στις χώρες που διαβαίνω
Οχτρούς πολλούς και διαλεχτούς και πάντα τους κερδαίνω
Ολοχρονίς σε πολεμώ νυχτιές που δεν κοιμάμαι
Θάνατο δε λογάριασα και Χάρο δε φοβάμαι
Αν είσαι ο Χάρος δείξε το με τ’ αργυρό σπαθί σου
Γι αν σε νικήσω αιώνια θα πάρω την ψυχή σου
Κι ως το σπαθί του ο Διγενής σήκωσε με πιο μίσος
Χάθηκε σαν αερικό ο σκοτεινός ο Ρήσος
Ο ήλιος εβασίλεψε και τα άστρι τραγουδούσε
Το νίκος και την αρετή του Ήρωα που νικούσε

Τρεις χρόνοι επεράσανε στου κύκλου το καμίνι
Που ο Διγενής στη χώρα του άρχοντας είχε γίνει
Σαν πήρε την πριγκίπισσα, ευλογημένη μέρα
Λιογέννητη τη λέγανε του ήλιου τη θυγατέρα
Εγίνηκε άρχοντας τρανός, δίκιος κι αγαπημένος
Απ’ το λαό που πρότερα ήταν κατατρεγμένος
Μα ο Χάρος δε σταμάτησε να ψάχνει στο σκοτάδι
Πως την ψυχή του Ήρωα θα έσερνε στον Άδη
Κι απέ μια νύχτα σκοτεινή που ήτανε στο σεργιάνι
Βρήκε μια μάγισσα κακιά που όλο φαρμάκια φτιάνει
Κι αυτή τονε δασκάλεψε να βάλει σ ένα βέλος
Το πιο πικρό για να χαρεί του Διγενή το τέλος

Και μιαν ημέρα που ‘πεψε ο Βασιλιός μαντάτο
Να παν στη χώρα του Δγενή μ’ ένα καλό φουσάτο
Να δουν τάχα τον τόπο του, τα έργα και τα γραμμένα
Που ειν’ απ’ όλο το λαό πολλά αγαπημένα
Κι εκεί ν’ ανοίξουν πόλεμο τη χώρα να κουρσέψουν
Και φόρους για το βασιλιά πιότερους να γυρέψουν
Εχώθηκε κι ο σκοτεινός σα στρατηγός να μοιάζει
Σκληρό τον λέγαν και σκληρός στην όψη παρομοιάζει
Και όταν έφτασε στη γη που ο Διγενής ορίζει
Πόλεμο δεν αποκιοτά όσο κι αν τον μανίζει
Σαν τέλειωσε η επίσκεψη κι έγειρε το φουσάτο
Να συνοδέψει ο Διγενής ως έπρεπε πιο κάτω
Κι ως φεύγουν κι αποχαιρετούν έξω από τη χώρα
Τότε εσκέφτηκε ο Σκληρός πως έφτασε η ώρα
Το βέλος το φαρμακερό στο τόξο του σηκώνει
Κι ως τον βιγλίζει από μακριά στην πλάτη του το σώνει

Γονάτισε ο Διγενής στ' αλώνι τα αντρειωμένου
Νιώθοντας πως ο χάροντας ήτανε π’ ανιμένου
Βογκάει και τρέμουν τα βουνά κι η θάλασσα μανίζει
Κι από τα κει που στέκεται τον Άδη φοβερίζει
Άτιμα χάρε πολεμάς έτοια ψυχή να κιόσεις
Αν μπω στον Άδη με σπαθί κι εκιά δε θα γλιτώσεις

Γυρίζει στους ακόλουθους που ‘στεκαν σα χαμένοι
Βλέποντας την ελληνική Ψυχή να ‘ναι γονατισμένη
Άντρες καλοί μου διαταγή την ύστερη σας βάνω
Και κάντε γρήγορα γιατί γράφτηκε να πεθάνω
Να ‘ρθουν οι φίλοι οι διαλεχτοί, της γης οι αντρειωμένοι
Όσο κρατώ το χάροντα να ‘χει να περιμένει
Να ‘ρθουν να φάνε και να πιουν να ‘ρθουνε να γλεντήσουν
Με τη φιλιά και την αντρειά να μ’ αποχαιρετήσουν

Νάρθει ο Μαντάς κι ο Κωσταντής, να ‘ρθει κι ο γιος του δράκου
Και το μικρό Βλαχόπουλο να πάρει την ευχή μου
Κι αν ειν’ σε δρόγγο, σε βουνό και πόλεμο κι αν έχουν
Να σκίσουνε βουνά και γης επά να με κατέχουν
Μόνο μην πείτε ο Διγενής πως είναι πληγωμένος
Από το χάρο με χωσιά στη γης γονατισμένος
Για αν ειν’ τα φρένα τους θολά και τα σπαθιά στο γαίμα
Στον Άδη θε να μπουν ευθύς να γδικηθούν για μένα

Στη Δύση στην Ανατολή διαδόθηκε στους τόπους
Που κατοικιώνται από θεριά κι αλλού απ’ τους ανθρώπους 
Ο άρχοντας ο Διγενής τους αντρειωμένους κραίνει
Για γλέντι θα ‘ναι ολοχρονίς, για πόλεμος που μαίνει
Σπεύδει ο Μαντάς κι ο Κωσταντής κι ο γιός του δράκου φτάνει
Μα το μικρό Βαλαχόπουλο ποτέ δεν ξαποστάνει
Ήταν σε πόλεμο κακό με χίλιους απελάτες
Μόνος του να τους πολεμά και να τους παίρνει πλάτες
Στο έμπα του τους έκοβε σα λύκος το κοπάδι
Έτσι κουρσεύει τις ψυχές για να διαβούν τον Άδη
Έχει μπροστά του εκατό, ζερβά δεξιά οπλισμένοι
Κι εκεί που μπήκε ειν’ στη γη πολλοί οι σκοτωμένοι
Κι ένα πουλάκι έσωσε απάνω του ζυγώνει
Δεν κελαηδούσε σαν πουλί ούτε σα χελιδόνι
Μόνο μ’ ανθρώπινη λαλιά το μήνυμα του φέρνει
Ο Διγενής ότι καλεί οπού ‘ναι οι αντρειωμένοι

Αντικρατεί τον μαύρο του και στους εχθρούς του κραίνει
Σήμερα ας είστε ζωντανοί γιατί ο Δγενής περμένει
Αντιπατούσε τα κορμιά που ήτανε στο γαίμα
Κι είναι το βλέμμα του θολό και σκοτεινά τα φρένα
Κι όπου πατεί ο μαύρος του στις χώρες που περνάει
Βάνει φωνή που ‘ναι τρανή και σ’ όλους διαλαλάει
Αν είστε ομπρός μου φύγετε κι οπίσω φυλαχτείτε
Τι είναι το βλέμμα μου θολό το θάνατο μη βρείτε

Ήρθε ο Μαντάς κι ο Κωσταντής ήρθε κι ο γιός του δράκου
Στη χώρα την αρχοντική στην Αρκαδιά αποκάτου
Στρωμένη τάβλα βρήκανε κι ο Διγενής περμένει
Πιάνει φιλεί τους φίλους του και θέλει να τους κραίνει

Και σα Βοριάς που ροβολά και ξάφνου ανεμίζει
Απά σε τόπους θαλερούς και τους αναγυρίζει
Φτάνει και το Βλαχόπουλο κι επά του ξεπεζεύει
Πιάνει φιλεί το χέρι του και τη μιλιά γυρεύει
Κι όπως τον ώμο του θωρεί του Διγενή όπως στέκει
Βλέπει το αίμα το θολό χαμαί στη γης να τρέχει

Ωιμέ μου μέγα Διγενή κι ο πόλεμος με σώνει
Για ‘ναι το βλέμμα μου θολό, για ο νους μου με κομπώνει
Το αίμα τούτο που θωρώ που βγαίνει απ’ το κορμί σου
Είν’ μαύρο και φαρμακερό κι είναι κακιά η πληγή σου
Κι άνθρωπος να ‘ναι δε μπορεί στον κόσμο το νιωμένο
Για να πληγώσει τον αιτό της γης τον αντρειωμένο
Σύρε να βάλεις γιατρικά, σύρε κι ανάμενέ μας
Και που ‘ναι οι άξιοι οι οχτροί μη το αργείς και πε μας
Κι ώσπου να βάλεις το κρασί και η πληγή να κλείσει
Θα ‘χουμε σκίσει όλη τη γης και θα ‘χουμε γυρίσει
Κι αν είναι τόσο δυνατοί και άξιοι οι οχτροί μας
Στον Άδη θα τους φέρουμε μαζί με την ψυχή μας

Απιλογιέται ο Διγενής και στους συντρόφους κραίνει
Φίλοι άξιοι, φίλοι δυνατοί, στον κόσμο παινεμένοι
Δεν ειν’ οχτρός απά στη γης να μας κατανικήσει
Να παινευτεί ότι μπορεί ατούς μας να λυγίσει
Μα είναι ένας που δειλός και με χωσιές βιγλίζει
Ψυχές ηρώων δυνατές με ζήλια τις θερίζει
Και με φαρμάκι μάγισσας την πλάτη μας γυρεύει
Για δεν μπορεί ολομέτωπα όσο κι αν επαιδεύει
Ένας κακός ξυπόλητος και μαυροφορεμένος
Π’ αστράφτει όλος στα πλουμιά κι είναι σημαδεμένος
Ατός του ειν’ ο Χάροντας κι έχουν περάσει χρόνοι
Οπού τον επολέμησα σε μαρμαρένιο αλώνι
Ολημερίς τον πάλευα όσου να ‘ρθει η Δύση
Και όσο κι αν εμάνιζε δε μπόργιε να νικήσει
Κι απά στο γέρμα του ηλιού πριν έρθει το σκοτάδι
Γίνηκε μαύρη καταχνιά και γύρισε στον Άδη

Μα ήρθε μ’ άλλη φορεσιά κι από μακριά με βρήκε
Με βέλος που ‘ν φαρμακερό που στο κορμί μου μπήκε
Μάρτυς μου να ’ναι ο ουρανός και οι καλοί συντρόφοι
Πως θα τον λιώσω όπου τον βρω τον βρωμερό τον Όφη
Κι αν ειν’ στον Άδη να τον βρω που έχει το βασίλειο
Αιώνια θα τον πολεμώ ώσπου να δω τον ήλιο

Στέκουν οι φίλοι λυπηροί στέκουν φαρμακωμένοι
Λογιάζοντας ο πρώτος τους είναι για να πεθαίνει
Σέρνουν φωνή μανίζοντας τα όρη αντιλαλούνε
Που είσαι χάρε να σε βρουν για να εκδικηθούνε
Τρέμει η γης και απορεί ποιος πόλεμος εγένει
Και πάσχουνε οι δυνατοί, του κόσμου οι αντρειωμένοι

Τρέχουν τα αγρίμια σα ζαβά κι οι αετοί κυκλώσαν
Από ψηλά στο θρήνο τους απάνω χαμηλώσαν
Κρύφτηκε ο ήλιος στο νεφί και σείστηκαν οι τόποι
Με δέος για τον ήρωα που χάνουν οι ανθρώποι
Πήγε το σκίσμα το βαθύ στα δώματα του Άδη
Κι ανατριχιάζει το κακό και τρέμνει το σκοτάδι
Τούτην ψυχή την φοβερή φοβάται να σκεπάσει
Γιατί ναι γήλιος μοναχός όπου βρυχά και ράσει

Φίλοι άξιοι, φίλοι δυνατοί, αδέρφια αντρειωμένοι
Τούτο στερνό θε να σας πω κι ο Άδης περιμένει
Το άδικο και το κακό απά στη γη οπού βρείτε
Σταθείτε και τελέψτε το για να μ’ εκδικηθείτε
Και μη λυπάστε πια για με και μην πονεί η ψυχή σας
Μον’ γλέντι στήστε και χορό μ’ όλη τη δύναμή σας
Για με τραγούδι ριζικό στον Άδη θε να φτάσω
Να τον ξοδέψω ολάκερο κι απέ του να περάσω
Έτοια τραγούδια πρέπουνε να λεν οι αντρειωμένοι
Ο κόσμος τούτος πάντα ζει, ποτέ του δεν πεθαίνει

Κι ως έρθει η πριγκίπησσα κι ως έρθει η ακριβή μου
Μην πείτε πως απόθανα και έφυγε η ψυχή μου
Να μη χαθεί η ομορφιά κι η γης μη σκοτεινιάσει
Και τον υγιό μας στην κοιλιά που έχει μην τον χάσει
Πείτε της πως σε πόλεμο με τους θεούς αντάμα
Έφυγα για να πα να μπω πέρα απ της γης το σκάμα
Σε δέκα χρόνους πείτε της σε είκοσι θα γυρίσω
Που ο υγιός μας θ αντρειωθεί για να τονε γνωρίσω
Κι αφού τον δασκαλέψετε την τέχνη των αρμάτω
Να του το πείτε σα αντρειωθεί το μαύρο το μαντάτο
Πως είναι απ της ομορφιάς και της αντρειάς το γαίμα   
Και πρέπει του ναν στρατηγός και πρέπει του το στέμμα

Κι απέκει του ολημερίς κι απέκει του στο δείλι
Θα είμαι να τον χαίρομαι όπως κι εσείς οι φίλοι
Και μη δακρυώσει, μη θλιβεί, τη γης να μη μανίσει
Και τη χαλάσει ολάκερη και τηνε αφανίσει…
.......................................................
Αγάπη μου λιογιέννητη είναι της μοίρας λάθος
Που τις αγάπες τις τρανές τις θρέφει με το πάθος
Κι απά στον πόνο τον τρανό εκεί σιμά στο δείλι
Να καίει να λογοβολεί τ’ ανθρώπινα τα χείλη
Πως αν ο χάρος δω στη γης μας έχει χωρισμένους
Στον Άδη θ ανταμώσουμε με τους αποθαμένους
 
Αγρίκησε η Λιογέννητη των αντρειωμένων πάθος
Και τον ηλιό παρακαλεί για να μην κάνει λάθος
Ήλιε πατέρα ήλιε τρανέ σε πόλεμο κι αν μπήκε
Με το φουσάτο που ‘πεψε κι από τη χώρα βγήκε
Προστάτεψε τον κύρη μου τη χώρα ευλογημένη
Και τον υγιό μας στην κοιλιά που ‘ναι και περιμένει

Ο ήλιος δεν απάντησε και το φεγγάρι εκρύβη
Κι η σκοτεινιά την πλάκωσε τα φυλλοκάρδια πνίγει
Βαρούν τα χρυσοβλέφαρα στο δάκρυ που κυλάει
Κι η ομορφιά της ξόδεμα σ’ ότι παρακαλάει
Δεν ημπορεί ο Διγενής να φύγει να πεθάνει
Προτού χαρεί το γόνο μας και βασιλιά τον κάνει
Γιατί ‘ναι γόνος δυνατών, χίλιες ψυχές αντάμα
Έλεγε και ξανάλεγε σ’ αυτό το μύριο κλάμα
Σαν τι να σ’ ηύρε Διγενή και θέλεις να πεθάνεις
Εκατανίκησες και πας τον Άδη να ξεκάνεις?

Και στο παλάτι κάλεσε όλους τους αντρειωμένους
Να τους ρωτήσει και να ιδεί γιατί ‘ναι μαζεμένους
Κι αυτοί της είπανε σε δυο, τρεις μέρες θε να πάνε
Γιατί είχαν απ’ τον κύρη της διάτα για να φυλάνε
Τον τόπο καθώς θα ‘φευγε να πα να πολεμήσει
Στον πιο μεγάλο πόλεμο που ‘χαν θεοί ζητήσει

Την τρίτη μέρα πήγανε κι ήτανε πονεμένοι
Σε κατευόδιο ριζικό πόση ψυχή απομένει
Ο Κωσταντής την χαιρετά κι οι άλλοι ακλουθούνε
Την οδηγιά του Διγενή που έχουν να της πούνε

Αρχόντισσα Λιογέννητη του κόσμου μας καμάρι
Του κύρη σου και πρώτου μας άξιο μαργαριτάρι
Οι ταραχές και οι φωνές π’ ακούστηκαν στη χώρα
Και το τραγούδι το τρανό το έπρεπε η ώρα
Σα διάτα δώσαν οι θεοί στο Διγενή να πάει
Στον πιο μεγάλο πόλεμο για να τους βοηθάει
Κι η βιάση τους ήταν πολλή και του καιρού το θάμα
Να φύγουνε για να διαβούν πέρα απ της γης το σκάμμα
Κι έδωσε διάτα αυτός σε μας τη χώρα να φυλάμε
Για δέκα χρόνους, είκοσι που θα τον καρτεράμε
Να ξέρει πως το ταίρι του κι ο υγιός που περιμένει
Να ‘ναι καλά να αντρειωθεί και να τον ανιμένει
Στα άρματα και στην αντρειά να ‘μαστε δάσκαλοί του
Στο λόγο και στην αρετή να ‘σαι εσύ η καλή του
Κι ως έρθει απ’ τον πόλεμο κι ως έρθει απ’ τα ξένα
Να ιδεί το γιό του στρατηγό να τονε ιδεί με στέμμα …]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου