Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2011

ΠΑΛΑΙΟΜΑΝΑΣΤΗΡΟ


Δημιούργημα  της  εποχής  της  Φραγκοκρατίας  είναι  το  Παλαιό  Μοναστήρι ή  Παλιομανάστηρο  όπως  λέγεται  σήμερα, από  το  οποίο  σώζεται  ο  ναός  της  Παναγίας  που  εορτάζει  πανηγυρικά  στις  15  Αυγούστου.
Ο  ναός  είναι  καθολικού  ρυθμού, βυζαντινής  εποχής, χρονολογείται  στο  1380μ.Χ. περίπου,
( είναι  μεταγενέστερος  των  υπολοίπων  του  μοναστηριού ),  αλλά  οι  αγιογραφίες  του  και  το  τέμπλο  του  600  ετών, έχουν  αλλοιωθεί  από  παράλογες  επισκευές  που  ακολούθησαν.
Το  μοναστήρι  ήταν  κτισμένο  τον  12ο  μ.Χ. αι. , εποχή  της  Φραγκοκρατίας,   πάνω  στον  ποταμό Καρνίωνα  και  στη  δεύτερη  πηγή  του  ( κεφαλάρι) και  το  διέσχιζε  δρόμος  από τους  οικισμούς  του  Σινάν  ( Μεγαλόπολη )  προς  την  Παλιοχώρα, ο  οποίος  χρησιμοποιείτο  μέχρι  πρόσφατα.
Ο  δρόμος  αυτός  ήταν  λιθόστρωτος ( καλντερίμι ) και  συνέδεε  την  Βελιγοστή
( η  οποία  ήταν  βαρωνεία όπως είδαμε ) με  το  Παλιομανάστηρο  και  την  Ρεκίτσα.
Το  μοναστήρι  εκτεινόταν  σε  ακτίνα  500μ. με  κελιά  μοναχών  απέναντι  από  το  ποτάμι  και  ΝΔ τον  ναό  του  Αγ. Γεωργίου.
Κατά  τη  διάνοιξη  του  επαρχιακού  δρόμου  το  1956 , αποκαλύφθηκε  τούρκικος  ομαδικός  τάφος  με  τα  οστά  του,  ενώ  από  το  ναό  του Αγ. Γεωργίου  υπάρχουν  μόνο  τα  ερείπια.
Είναι  τούρκικος  γιατί  σκεπαζόταν  από  τύμβο  μελανής  πέτρας  στην  κορυφή  του  οποίου  ήταν  μελανή στήλη ( επιτύμβια  μουσουλμανική  στήλη ).
Είχε  στην  εποπτεία  του  δύο  εξωκλήσια, της  Αγ. Τριάδος στην  κορυφή  του  λόφου  Τσουρούμι  και  του  Αγ. Νικολάου  στην  τοποθεσία  Τζάμενα, τα  οποία  δεν  σώζονται.
Υπάρχουν  μόνον  τα  ερείπια  του  Αγ. Νικολάου , ο  οποίος  έπαψε  να  λειτουργείται  λόγω  του  ότι , στην  διάρκεια  ενός  γάμου  στις  αρχές  του  αιώνα  έγινε  'φονικό' στο  σκαλί  της  εκκλησίας.
Επί  Μανουήλ  Καντακουζηνού  'δεσπότου' της  Πελοποννήσου  από  το  1348 μ. Χ. ,( που  βρήκε  αυτήν  ''Σκυθών  ερημωτέρα''  και  προσπαθεί  να  την  ανοικοδομήσει ), δίνονται  ιδιαίτερα  προνόμια  στον  μοναχικό  βίο  και  στην  οικοδόμηση  μονών  και  εκκλησιών,  το  μοναστήρι  γνωρίζει  και  πάλι  ακμή , δείγμα  της  οποίας  είναι  ο  ναός  της  Παναγίας  που  όπως  είδαμε  παραπάνω  προστέθηκε  αυτή  την  εποχή, μέχρι  και την  εποχή  της  Ενετοκρατίας - 1715 μ. Χ. ( σημ.  η  πρώτη  τουρκική  κατοχή  που  μεσολάβησε  1460 - 1684 μ.Χ. δεν  έθιγε  τον  μοναχικό  βίο ).
Τον  12ο αι. ανήκε  στην  λατινική  Επισκοπή  Βελιγοστής  και λατινικό  στοιχείο  είναι  προφανώς  οι  όρθιοι  σκαλιστοί  τάφοι  μοναχών, που  βρέθηκαν (και  καταστράφηκαν  λόγω  άγνοιας) κατά  τη  διάνοιξη  του  δρόμου  προς  τη  γέφυρα  των  Ακοβιτών.
Διατηρούσε  νερόμυλο  πάνω  στο  ρυάκι  βόρεια  του  ναού  της  Παναγίας, με  νερό  που  ερχότανε  από  του  Χλιού  τη  δέση. Το  νεραύλακο  και  ερείπια  του  νερόμυλου  σώζονται  μέχρι  σήμερα.
Από  το  1700  εποχή  της  επισκοπής  Χριστιανουπόλεως  είναι  υπό  την  εποπτεία  της  Μονής  Ρεκίτσας.
Καταστρέφεται  ολοσχερώς  από  τους  Τουρκαλβανούς  ως  συνέπεια  του  αποτυχημένου  κινήματος  Ορλώφ  το  1770  και  έκτοτε  δεν  λειτουργεί  ξανά.
Μετά  την  απελευθέρωση  χρησιμοποιήθηκε  ως  αποθήκη της  Μονής  Ρεκίτσας.
Το  παραδοσιακό  γεφύρι  που  υπάρχει  σήμερα  κτίστηκε  από  Ακοβίτες  στις  αρχές  του  αιώνα  για  να  εξυπηρετεί  τη  διάβαση  του  ποταμού  προς  τον  Άκοβο.
Η  κοίτη  του  ποταμού  έχει  ανέβει  από  τις  προσχώσεις  ( κυρίως  μετά την  κατασκευή  του  αρδευτικού  φράγματος  χαμηλότερα) και  το  κεφαλάρι  εκρέει  ψηλότερα, αφού  παλιά  κατέβαιναν  έξι  μεγάλα  σκαλιά  από  το  ναό  της  Παναγίας  προς  την  πηγή.
Στη  μέση  του  ποταμού  ήταν  μια  μεγάλη  πέτρα - η  κορυφή  της  οποίας  φαίνεται  σήμερα - και  πάνω  της  σκαλιστή  κολυμβήθρα  που  χρησιμοποιείτο  για  βαπτίσεις  μέχρι  πριν  60  περίπου  χρόνια.
 
Λέγεται ότι ο  τελευταίος  Καμαραίος  που βαπτίστηκε εκεί ήταν ο Γεωργακόπουλος.
Κατά  την  παράδοση  εδώ  εμφανίζεται  το ''στοιχειό'' της Παναγίας, ένα  τεράστιο  μαύρο  φίδι, προστάτης  του  ναού, που  απαγορεύεται  να  το  πειράξει  κανείς.
 
Λίγο  πιο  πάνω  στη  στροφή  του  ποταμού, ένας  τεράστιος  βράχος  με  σπηλιά  δύο  εισόδων, οι  ''Λαμότρουπες'', ονομασία  που  πηγάζει  από  τις  αρχαίες  δοξασίες  για  τις  Λάμιες
( πτερωτά  τέρατα  με  ανθρώπινη  μορφή ), φυσική  συνέχεια  των αρκαδικών  παραδόσεων  για  νεράιδες  και  ξωτικά  που  συντηρείται  από  τους  ηλικιωμένους  μέχρι  σήμερα.
Κατά  τη  μεταγενέστερη  παράδοση, εντός  των  εισόδων  της  σπηλιάς  υπήρχαν  ένα  βαρέλι  με  κρασί  και  ένα  με  φίδια αντίστοιχα, προφανώς  για  να  αποτρέψουν  κάθε  ανεπιθύμητη  έρευνα, αν  έκρυβαν  οπλισμό  για  τον  Αγώνα.
Λίγο  πιο  πάνω  στη  διασταύρωση  του  επαρχιακού  δρόμου  με  το  δρόμο  που  οδηγεί  στο  ναό  της  Παναγίας, ήταν  ένα  τεράστιο  δέντρο (ήμερη  βελανιδιά) και  κάτω  απ΄ αυτό  η  πύλη  του  μοναστηριού με  την  εικόνα  της  Παναγίας, απέναντι  από  τα  σημερινά  δυο  εικονοστάσια  στην  βορεινή  πλευρά  του  επαρχιακού  δρόμου.
Τα  λίγα  μεγάλα  δέντρα  ήμερης  βελανιδιάς  που  υπάρχουν  ακόμη  γύρω  από  το  παλιομανάστηρο, κάλυπταν  ολόκληρο  το  γειτονικό  λόφο  Τσουρούμι, ο  οποίος λόγω  του  δάσους  διατηρούσε  προς  την  κορυφή  του  βρύση  με  επτά  καμάρες  (στόμια) - όπως  συνήθιζαν  να  κατασκευάζωνται - , το  νερό  της  οποίας  φημιζόταν  ως  το  καλύτερο  της  περιοχής  τότε.
Σήμερα  υπάρχει  μόνο  μια  βρύση (πηγή )  στη  θέση  της.
Κατ' ομολογία  προγενέστερων  κάποιος  με  το  ψευδώνυμο  γερο - Ψώφιος ( Τζαμουράνης ), αφηγείτο  διαρκώς  ότι  κατά  τη  διάρκεια  του  πολέμου  του  1912, είχε  ερωτηθεί  από  μια  ηλικιωμένη  Τουρκάλα  αν  υπήρχε  ακόμη  η  βρύση  στα  ''Χαλάσματα''.
Έτσι  λεγόταν  κατεστραμμένος  οικισμός  στο  Τσουρούμι  προς  τη  ‘’λιναρίστρα’’, ( δυτικά  προς  τα  Τουρκολέκα  και  μάλλον  τμήμα  της  παλιότερης  Ευανθίας ).
Το  δάσος  εκείνο  κάηκε  στα  χρόνια  της  επανάστασης  του  1821.
Το  γεφύρι  που  βλέπουμε  σήμερα  έγινε  το  1922  από  Ακοβίτες  για  να  διευκολύνει  τη  διέλευση  του  ποταμού  Καρνίωνα  από  το  Λεοντάρι  ή  το  Σινάν  (Μεγαλόπολη )  προς  τον  Άκοβο.  Εργολάβος - μηχανικός  ήταν  ο  Πιερράκος  από  τη  Μάνη.
Κάποιος  ονόματι  Μπέχλος  έκανε  τόξα  καλούπια  από  λεύκες  για  την  καμάρα  του  γεφυριού.
Στη  βάση  του  τοποθέτησαν  τέσσερις  ακρογωνιαίους  μεγάλους  λίθους  τα  ‘’μάσκουλα’’.
Τα  καλούπια  από  τις  λεύκες  τοποθετήθηκαν  μετά  στον  Αγιο  Νικόλαο  Καμποχωρίου  σαν  ‘’κόρδες’’.
Οι  Καμποχωρίτες  και  οι  Καμαραίοι  από  τα  πρώτα  χρόνια  της  απελευθέρωσης  στην  εορτή  της  Παναγίας  τον  15αύγουστο, έκαναν  εδώ  πανηγύρι  στην ‘’ πανηγυρίστρα’’  που  είναι  ψηλότερα  από  την  εκκλησία  και  δίπλα  στον  σημερινό  επαρχιακό  δρόμο, κάτω  από  τα  επιβλητικά  δέντρα  της  ήμερης  βελανιδιάς  που  έχουν  διασωθεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου